ύστερος

ύστερος
-η, -ο
(συγκρ. υστερότερος, υπερθ. ύστατος)
1. αυτός που χρονικά ή σε σειρά ακολουθεί άλλον, επόμενος, κατοπινός: Ύστερη σκέψη.
2. μτφ., αυτός που υστερεί, κατώτερος, δευτερότερος, παρακατιανός: Η ποιότητα αυτού του ξύλου είναι ύστερη.
3. τελευταίος, έσχατος.
4. το ουδ. εν. ως ουσ., ύστερο (βλ. λ.).
5. το ουδ. πληθ. ως επίρρ., ύστερα (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὕστερος — latter masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύστερος — η, ο/ ὕστερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και οὕστερος, ον, και τ. ουδ. ως επίρρ. ὕσταριν, Α 1. αυτός που, σε σχέση με τον χρόνο ή σε σχέση με μια σειρά, ακολουθεί, έρχεται μετά από κάποιον άλλο, ο μεταγενέστερος ενός άλλου (α. «στην ύστερη αρχαιότητα… …   Dictionary of Greek

  • ὑστέρως — ὕστερος latter adverbial ὕστερος latter masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστερέων — ὕστερος latter masc/fem gen pl (epic ionic) ὑστέρα womb fem gen pl (epic ionic) ὑστερέω to be behind pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστέραις — ὕστερος latter fem dat pl ὑστέρα womb fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστέραισιν — ὕστερος latter fem dat pl (epic ionic aeolic) ὑστέρα womb fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστέρη — ὕστερος latter fem nom/voc sg (epic ionic) ὑστέρα womb fem nom/voc sg (epic ionic) ὑ̱στέρη , ὑστερέω to be behind imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ὑστερέω to be behind pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ὑστερέω to be behind imperf ind act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστέρην — ὕστερος latter fem acc sg (epic ionic) ὑστέρα womb fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστέρης — ὕστερος latter fem gen sg (epic ionic) ὑστέρα womb fem gen sg (epic ionic) ὑ̱στέρης , ὑστερέω to be behind imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ὑστερέω to be behind imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστέρους — ὕστερος latter masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”